τυμβάς

τυμβάς
τυμβ-άς, άδος, , ([etym.] τύμβος)
A sorceress, witch, so called from their haunting tombs, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τυμβάς — sorceress fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβάς — άδος, ἡ, ΜΑ γυναίκα που παρασκευάζει και χρησιμοποιεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα, μάγισσα η οποία, σύμφωνα με τον Ησύχ., ονομάστηκε έτσι επειδή πήγαινε συχνά στους τύμβους και ακρωτηρίαζε τους νεκρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. άς, άδος… …   Dictionary of Greek

  • τυμβάδας — τυμβάς sorceress fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”